νομενκλατούρα

νομενκλατούρα
η
1. ονοματολογία
2. (στα σοσιαλιστικά καθεστώτα) όρος που αναφέρεται επικριτικά στα στελέχη που κατέχουν νευραλγικές θέσεις στην κρατική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nomenclature < λατ. nοmenclatura < nomenclator (βλ. λ. νομεγκλάτωρ) + κατάλ. -ura].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λάμψας, Ιωάννης — (Αθήνα 1921 – 2002). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Ελευθερία, Το Βήμα, Καθημερινή, Ακρόπολις, Ώρα, Ημέρα, Μεσημβρινή και Ελεύθερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”